ΚΑΡΑ-ΚΑΡΑ

Καρά καρά. το μαύρο
απείλησε το σκοτάδι
Άναψαν φωτιά, έκαιγαν
Οι στάχτες χοροπηδούσαν
στις κόκκινες φλόγες
Εκεί σ' έψαξα μάταια
γλυκοκοίταξα στο πλήθος
τα ονειρεμένα μάτια σου
Τα νύχια μου έκλαιγαν
το στόμα γελούσε απαλά
Ακολουθούσα τα πόδια
πήγαιναν στη βροχή
στη βροχή του πλήθους
την ξάστερη νύχτα
Το βάδισμα ανάλαφρο
άναβε τους πόθους
της ψυχής για την πάλη
απέναντι στο εγώ μου.

© andreasvatistas

BACK