© andreasvatistas

 

BACK

 

Ο ΓΕΡΟΣ ΙΝΔΙΑΝΟΣ

Ο γέρος ινδιάνος, άναψε την πίπα του
οι γύρες της άναψαν πόθους
εκαναν τις κλειδωμένες αμπάρες ν’ ανοίξουν
ξέχυλες οι φαντασιώσεις απλώθηκαν στο χώρο
Τα μάτια μικρά και κόκκινα
έβλεπαν σουρεαλιστικές οπτασίες
Τα λόγια αλληγορικά γεύονταν τις πέτρες
Ο Γέρος άναψε ξανά την πίπα του
Ο καπνός έκανε τα σύννεφα να τσούξουν
τα συκώτια και τα ελάφια γονάτισαν
και οι αρκούδες σώπασαν
το φεγγάρι θόλωσε και τα βουνά μεγάλωσαν
τα φώτα χαμήλωσαν καταχνιά
Ο Γέρος γέμισε θολά και άναψε
Οι τσιμινιέρες άρχισαν και τελείωσαν
τα λουλούδια που έβγαιναν ήταν κόκκινα
τα κεφάλια στον αέρα και τα πόδια πατούσαν γη
Οι μαύρες θάλασσες χαμογελούσαν λευκά
Και τα δένδρα έγιναν πράσινα ξανά .
Ο Γέρος άναψε την πίπα του
Η γύρα άφησε εαυτούς και αλυσίδες
πέταξαν ανάλαφρα στο χώρο γελούσαν
το χώμα άνέβηκε ο ουρανός ήρθε χαμηλά
Και έπιασε τ' αστέρια τα λαμπρά
τα έντονα πια χρώματα διαπερνούσαν
τα ματια μεχρι τις κόρες
και τις μεμβράνες στο μυαλό αντάμα.
Στο κρανίο μέσα το αίμα ανάβλυζε
τα όργανα όλα δυνάμωναν.
Το στόμα ξερό ζητούσε γλύκες
ελαφριά πέρασαν στο χώρο.
Ο Γέρος έκλεισε τα μάτια, χαμογέλασε
σταυρώνοντας τα χέρια έγινε παιδί
να τρέχει στα λιβάβια όπως τότε