|
©
andreasvatistas
BACK |
|
ΤΟ
ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ
Το πεταμένα τετράφυλο τριψύλι
ξεράθηκε χωρίς νερό, το ξέχασαν
Ήταν τότε που ψάχναν για φως.
Αγκαλιασμένοι περπάτησα
στην μοναχική την πάραλία
κάπου δυο μέρες μακριά
εκεί κάπου μέσα στην άμμο
ανάμεσα από κείνα τα όμορφα βότσαλα
βρήκαν το ξεχασμένο σύμβολό του
ξερακιανός, ψηλός που από τα χέρια του
ήταν φτιαγμένο, σκαλιστό και λαμπερό
το χρυσό θολώνει από τα χρόνια.
Λαμπύριζε στο φως ταυ φεγγαριού,
Το έβαλε στο λαιμό της
Το κόσμημα το μενταγιόν το στολίδι
το έβαλε στο λαιμό της
τα μάτια έβγαλαν την παλιά εκείνη λάμψη
πήρε το μυτερό μαχαίρι και έκανε το λαιμό του
να τρέξει ατελείωτο αίμα
έκανε το κορμί να σταθεί στα γόνατα
και το κεφάλι μόνο του να πέσει στη γη
Τα λαμπερά εκείνα μάτια γελούσαν
ώσπου το κόσμημα γύρισε εκεί
Τα μάτια τώρα γυάλισαν από τρόμο θλίψη και πόνο
το ματωμένα από λατρεμένο αίμα μαχαίρι
ματώθηκε από το δικό της τώρα
Έπεσε δίπλα ταυ χωρίς πνοή
Ο ξερακιανός εκείνος ψηλό ς
κάπου μακριά στο χώρο στο χρόνο
σημείωσε δύο ακόμα γραμμούλες
στο δέντρο του χαμογελώντας.
|