ΤΟ
ΚΟΛΟΝΑΚΙ
Το κολονάκι κάθεται σταυροπόδι
με τις δυο του κοιλότητες κρατά την πόρτα
το σταχτοδοχείο με το στόμα ανοικτό
περιμένει την καυτή μου στάχτη
Άδειασε την κατσαρόλα με το φαϊ.
στα πόδια της θείας Μερόπης
έτσι θα την σαγηνέψεις και θα φας
Το πόμα στην αντλία μου τρiβει το μάτι
και θωρώ το αλλήθωρο βλέμμα της
ΑΧ τα σκουλίκια παίζουν κρυφτό
τρώνε πουτίγκα στην προβλήτα του άγχους
Θα ράψω το κουμπί στη μύτη χθες
το αλαβάστρινο μπαντζούρι έφτασε κάτω
στο κεφάλι του σκαλοπατιού,
πέρασε χτες και ήταν ζεστό
και πως μίκρυνε μετά
μελαχρινά και όμορφα
τα νέα ήταν όλα καυτά
τότε και αύριο.
|